τρίχαπτος

τρίχαπτος
-ος,-ον A 0-0-2-0-0=2 Ez 16,10.13
plated or woven with hair; (τὸ) τρίχαπτον fine veil of hair

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρίχαπτος — ον, και τ. ουδ. τριχαπτόν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίχαπτο(ν) (παλ. λόγιος τ.) δαντέλα αρχ. 1. πλεγμένος ή υφασμένος με τρίχες 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολύ λεπτή ύφανση, λεπτοΰφαντος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχαπτον (ενν. ἱμάτιον)… …   Dictionary of Greek

  • τρίχαπτον — τρίχαπτος plaited masc/fem acc sg τρίχαπτος plaited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχάπτοις — τρίχαπτος plaited masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχάπτῳ — τρίχαπτος plaited masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχαπτα — τρίχαπτος plaited neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίχαπτο(ν) — το / τρίχαπτον, ΝΑ βλ. τρίχαπτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”